Διατροφικοί μύθοι – Μέρος 1
Καταρρίπτοντας τους διατροφικούς μύθους
Τα τελευταία χρόνια, η ενασχόληση με τον υγιεινό τρόπο ζωής και διατροφής είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και περισσότερο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Ο όγκος της πληροφορίας που έχουμε στη διάθεση μας για αυτά τα θέματα είναι πολύ μεγάλος. Αυτό από τη μια μεριά, κάνει ευκολότερη και γρηγορότερη την ενημέρωσή μας, από την άλλη όμως, εγκυμονεί τον κίνδυνο της παραπληροφόρησης.
Η παραπληροφόρηση σε θέματα διατροφής, έχει δημιουργήσει λοιπόν κάποιους μύθους, οι οποίοι μπορούν να περιορίσουν τις γευστικές μας επιλογές χωρίς λόγο και να μας αποπροσανατολίσουν στην προσπάθειά για βελτίωση των διατροφικών συνηθειών.
Οπότε αξίζει να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα…
Μύθος 1ος: ‘Η μπανάνα παχαίνει’
Η μπανάνα είναι ένα φρούτο με την εξής σύσταση σε μακροθρεπτικά συσταστικά ανά μερίδα 120 γρ (το φρούτο χωρίς τη φλούδα): 105 θερμίδες, 27 γρ υδατανθράκων εκ των οποίων σάκχαρα είναι τα 14γρ (12%) και ελάχιστη ποσότητα πρωτεΐνης και λιπαρών. Ας τη συγκρίνουμε με ένα μικρό κόκκινο μήλο (160γρ) που έχει 93 θερμίδες, 22 γρ υδατάνθρακα εκ των οποίων σάκχαρα 17γρ (10%) και πάλι μικρή ποσότητα πρωτεϊνών και λιπαρών.
Παρατηρούμε πως η μπανάνα έχει περισσότερες θερμίδες και περισσότερα σάκχαρα (σε ποσοστιαία βάση) σε σχέση με το μήλο. Όμως αν το καλοσκεφτούμε η διαφορά τόσο στις θερμίδες όσο και στα σάκχαρα μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για 12 μόνο θερμίδες και 2 % περισσότερα σάκχαρα. Συνεπώς, η μπανάνα είναι ένα φρούτο το οποίο μπορούμε να καταναλώνουμε κανονικά κατά τη διάρκεια εφαρμογής προγράμματος απώλειας βάρους, αρκεί να διαλέξουμε μια μπανάνα σε μέτριο μέγεθος (~120γρ). Αποτελεί ιδανικό snack για όλη τη διάρκεια της μέρας αλλά και μετά την προπόνηση, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συστατικό για ένα γλυκό με λίγες θερμίδες.
Μύθος 2ος: ‘Τα ολικής άλεσης προϊόντα έχουν λιγότερες θερμίδες’
Ο λόγος για τον οποίο τα προϊόντα ολικής άλεσης αποτελούν βασικό κομμάτι ενός προγράμματος υγιεινής διατροφής αλλά και ενός προγράμματος για απώλεια βάρους δεν είναι το ότι έχουν λιγότερες θερμίδες, αλλά μια σειρά από άλλα πλεονεκτήματα που έχουν.
Τα προϊόντα ολικής άλεσης:
- είναι λιγότερο κατεργασμένα από τα αντίστοιχα συμβατικά προϊόντα («λευκά») και περιέχουν λιγότερα απλά σάκχαρα
- έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε διαιτητικές ίνες, οι οποίες αυξάνουν τον κορεσμό (δηλαδή μας χορταίνουν περισσότερο) μέχρι το επόμενο γεύμα μας, με αποτέλεσμα τόσο να τρώμε μικρότερη ποσότητα φαγητού όσο και να πεινάμε λιγότερο μέχρι το επόμενο γεύμα
- έχουν ευεργετικές επιδράσεις στο καρδιαγγειακό και γαστρεντερικό σύστημα, καθώς και στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, συνεπώς η κατανάλωσή τους είναι εξαιρετικά ωφέλιμη για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού
- έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε σίδηρο, μαγνήσιο, ψευδάργυρο και βιταμίνες του συμπλέγματος Β, άρα θεωρούνται και πληρέστερα σαν τρόφιμα.
Ωστόσο, το γεγονός ότι τα προϊόντα ολικής άλεσης είναι πολύ καλύτερα ποιοτικά από τα συμβατικά δεν σημαίνει πως μπορούμε να υπερβάλουμε στην κατανάλωση τους.
Οι διατροφικοί μύθοι δεν τελειώνουν όμως εδώ!
To be continued…